Εξαρτάται από το είδος και τον βαθμό του εθισμού. Καταρχάς, εθιστική είναι κάθε συμπεριφορά που θεωρούμε ότι ελέγχουμε, αλλά τελικά συνειδητοποιούμε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει αυτοπαρατήρηση. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι γεγονός ότι η ψυχοθεραπεία μπορεί μακροπρόθεσμα να ενεργοποιήσει ξανά στο άτομο την ανάγκη της αυτοφροντίδας, που συνήθως το οδηγεί στο να επαναδιαπραγματευτεί τη σχέση του με τον όποιο εθισμό. Επίσης, η ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει το άτομο να συνειδητοποιήσει τις ψυχικές επενδύσεις που έχει συνδέσει με την εκάστοτε εξάρτηση (κάπνισμα, υπερκατανάλωση αλκοόλ, χρήση χασίς ή άλλων ουσιών, διατρ...οφική εξάρτηση, εθισμό στο ίντερνετ). Ωστόσο, υπάρχει και το κομμάτι της φυσιολογίας του εθισμού που συνοδεύεται από αλλαγές στην ενδοκρινική λειτουργία του οργανισμού, και το οποίο συνήθως χρειάζεται ιατρική παρακολούθηση. Στις περισσότερες περιπτώσεις εθισμού από ουσίες, το άτομο εθίζεται στην πρόσληψη της εκάστοτε ουσίας γιατί αυτή αυξάνει απότομα τα επίπεδα της ντοπαμίνης που είναι υπεύθυνη κατά κύριο λόγο για το αίσθημα ικανοποίησης στον άνθρωπο, με αποτέλεσμα το άτομο να αναζητά ξανά και ξανά να βιώσει αυτό το αίσθημα, προκειμένου να μπορέσει να συγκεντρωθεί, να λειτουργήσει κλπ. Έτσι, όσο περνάει η ώρα, εντείνονται τα στερητικά συμπτώματα, πχ εκνευρισμός, αδυναμία συγκέντρωσης, ζαλάδα, πονοκέφαλος, σωματικός πόνος, κτλ. Αυτό εξηγείται και ψυχολογικά, διότι ο εθισμός συνήθως συχνά συνοδεύεται από ένα αίσθημα έντονου “κενού” και πόνου -συναισθηματικού, αλλά και υπαρξιακού- που προσπαθεί το άτομο να “καλύψει” μέσω του όποιου εθισμού. Ταυτόχρονα, όσο βαθαίνει ο εθισμός, αναπτύσσεται σταδιακά μια εξαρτητική υπο-προσωπικότητα που ενδοψυχικά καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο, και στα τελικά στάδια τείνει να επικρατεί της ενήλικης θέλησης (κάνει κουμάντο το εσωτερικό παιδί ή ο εσωτερικός έφηβος). Στις “ακραίες” περιπτώσεις εθισμού, το άτομο δεν αντιλαμβάνεται ούτε παραδέχεται το μέγεθος του προβλήματος, οπόταν και δεν φτάνει ποτέ στο ψυχοθεραπευτικό γραφείο, ενώ, όταν το αντιληφθεί, συνήθως παραπέμπεται σε ειδικές δομές απεξάρτησης, καθώς το πρόβλημα έχει ήδη διογκωθεί. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το θέμα του εθισμού είναι αρκετά περίπλοκο και χρειάζεται κάθε φορά εξατομικευμένη προσέγγιση που συνήθως συνιστά συνδυασμό ψυχοθεραπείας και ιατρικής παρακολούθησης. Σε γενικές γραμμές, θα λέγαμε ψυχοθεραπευτικά ότι, όσο πιο κοντά ζούμε στην Ουσία μας, τόσο λιγότερο τείνουμε να εξαρτώμαστε από τις έξω Ουσίες. ΥΓ: Ταυτόχρονα, και έχοντας πει αυτό, ορισμένες σύγχρονες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις του ψυχολογικού τραύματος (Stanislav Grof, Gabor Mate) διερευνούν και εντάσσουν πιλοτικά την ελεγχόμενη χρήση ψυχότροπων ουσιών στη θεραπευτική πρακτική τους.
Διάβασε περισσότερα