Η νόσος που παρουσιάζουν 175 εκατομμύρια γυναίκες παγκοσμίως
Ενδομητρίωση, υπογονιμότητα και εξωσωματική
Υπάρχει σημαντική σύνδεση ανάμεσα στην ενδομητρίωση και την υπογονιμότητα. Η πλειοψηφία των γυναικών που αντιμετωπίζουν ανεξήγητα προβλήματα υπογονιμότητας διαγιγνώσκονται τελικά με ενδομητρίωση.
Ωστόσο, αυτό δε φαίνεται να ισχύει εξίσου και αμφίδρομα. Δηλαδή μια γυναίκα που έχει ενδομητρίωση δε σημαίνει απαραιτήτως ότι θα δυσκολευτεί να τεκνοποιήσει, παρουσιάζοντας υπογονιμότητα. Σε αυτή την περίπτωση παίζει σημαντικό ρόλο και η ηλικία τεκνοποίησης, καθώς όσο πιο μικρή είναι η ηλικία της γυναίκας τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να μην παρουσιάσει προβλήματα υπογονιμότητας και δυσκολία σύλληψης, ακόμη κι αν πάσχει από ενδομητρίωση.
Πώς προκαλείται υπογονιμότητα στην ενδομητρίωση;
Η ενδομητρίωση επιδρά στα ωάρια που υπάρχουν στις ωοθήκες, προκαλώντας ανεπάρκειά τους. Όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία της γυναίκας, τόσο αυξάνεται και η ανεπάρκειά της σε ωάρια. Έτσι, σε συνδυασμό με την ενδομητρίωση μειώνονται ακόμη περισσότερο οι πιθανότητες φυσιολογικής σύλληψης και τεκνοποίησης.
Επιπλέον, η νόσος μπορεί να φράξει τις σάλπιγγες, να προκαλέσει συμφύσεις και να εμποδίσει έτσι, την είσοδο του σπερματοζωαρίου στη μήτρα. Τέλος, ακόμη κι αν εισέλθει τελικά το σπερματοζωάριο, η ενδομητρίωση δυσκολεύει την εμφύτευσή του στο ενδομήτριο. Έτσι, παρουσιάζεται πρόβλημα σύλληψης.
Για να μειωθεί ο κίνδυνος υπογονιμότητας συνιστάται η ασθενής να προχωρήσει σε θεραπεία, με λαπαροσκοπική αφαίρεση των συμφύσεων και των εστιών ενδομητρίωσης. Η γονιμότητα της γυναίκας μετά τη λαπαροσκόπηση αυξάνεται, ενώ οι πιθανότητες αυτόματης σύλληψης αυξάνονται σημαντικά για τους επόμενους 6 έως και 36 μήνες από την επέμβαση.
Σε κάποιες περιπτώσεις αν η γυναίκα δεν ανταποκρίνεται στα φάρμακα της εξωσωματικής, τότε διερευνάται για ενδομητρίωση.
Εξωσωματική γονιμοποίηση
Η απόφαση ενός ζευγαριού να προχωρήσει σε υποβοηθούμενη αναπαραγωγή- εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) ή σπερματέγχυση εξαρτάται από την ηλικία της γυναίκας και τη συνολική εικόνα της ενδομητρίωσης, καθώς και την κατάσταση των σαλπίγγων (σαλπιγγικός παράγοντας).
Σε κάθε περίπτωση συνιστάται, εφόσον έχει εντοπιστεί πρόβλημα υπογονιμότητας, η ασθενής να προχωρήσει σε λαπαροσκοπική αφαίρεση των συμφύσεων, των κύστεων και των ενδομητριωμάτων, ώστε να αυξηθεί η πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης.