Αρθροσκόπηση: από τις λέξεις άρθρωση και σκοπώ (βλέπω, εξετάζω). Πρόκειται για μια χειρουργική επέμβαση κατά την οποία η προσπέλαση στην άρθρωση γίνεται με ελάχιστο τραυματισμό, δια μέσου μικρών οπών, από όπου φέρονται το αρθροσκόπιο (οπτικό εργαλείο συνδεδεμένο με κάμερα) και άλλα αρθροσκοπικά εργαλεία. Έτσι μπορεί να εξεταστεί μια πάσχουσα άρθρωση και να αντιμετωπισθούν τραυματισμοί, αθλητικές κακώσεις και εκφυλιστικές παθήσεις του χόνδρου, των συνδέσμων ή άλλων ειδικών ανατομικών σχηματισμών των αρθρώσεων (μηνίσκος, επιχείλιος χόνδρος κ.α.) με ελάχιστα επεμβατικό τρόπο. Κατά κύριο λόγο εφαρμόζεται σε παθήσεις του γόνατος, του ώμου, της ποδοκνημικής και ισχίου αλλά και μικρότερων αρθρώσεων όπως του αγκώνα και της πηχεοκαρπικής. Αντιμετωπίζονται παθήσεις όπως ρήξη μηνίσκου, παθήσεις και τραυματισμοί των αρθρικών χόνδρων, αφαίρειση ελεύθερων αρθρικών σωμάτων, ρήξη χιαστού συνδέσμου, ρήξη τενοντίου πετάλου του ώμου, αστάθεια του ώμου μετά από εξάρθρημα, σύνδρομο πρόσκρουσης του ώμου, ασβεστοποιητική τενοντίτιδα, σχαλιδωτή οστεοχονδριτιδα αστραγάλου, ρήξη επιχειλίου χόνδρου του ισχίου και σύνδρομο μηροκοτυλιαίας πρόσκρουσης ισχίου.